- ψυχοσωτήριος
- ος , ον рел душеспасительный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψυχοσωτήριος — α, ο / ψυχοσωτήριος, ον, ΝΜ αυτός που σώζει τις ψυχές από τις αμαρτίες και την μεταθανάτια τιμωρία («ψυχοσωτήριον πίστιν», Δαμασκ. Ι.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + σωτήριος] … Dictionary of Greek
ψυχοσωτήριος — α, ο ο σωτήριος για την ψυχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψυχωφελής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς αυτός που ωφελεί την ψυχή, ο ψυχοσωτήριος: Διαβάζει ψυχωφελή βιβλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)